Καθώς γεννιέται ένα παιδί ζει μία αποκλειστική σχέση με τους γονείς του. Βιώνει την εμπειρία της αποκλειστικότητας της μητέρας και στη συνέχεια και του πατέρα. Έρχεται λοιπόν, η στιγμή, που ενώ το παιδί ζει και βιώνει αυτήν την αποκλειστική σχέση με τους γονείς του, εμφανίζεται στο οικογενειακό περιβάλλον ένα νέο μέλος, ένας αδελφός ή μια αδελφή.
Η εμφάνιση αυτή αλλάζει το σκηνικό και θα γίνει η αρχή για μια σειρά από συναισθήματα πρωτόγνωρα για όλη την οικογένεια. Εκείνο που είναι αρχικά αναμενόμενο είναι να νιώθει το παιδί ότι το νέο μέλος της οικογένειας είναι ένας παρείσακτος. Ζήλια, φθόνος, μίσος, εχθρότητα είναι μόνο κάποια από τα συναισθήματα που νιώθει. Είναι απολύτως φυσιολογικά, γιατί ο αδελφός ή η αδελφή, απειλεί την μέχρι τώρα αποκλειστικότητα και διεκδικεί μια θέση στην οικογένεια. Όταν ο Λακάν περιγράφει το “σύμπλεγμα της παρείσφρησης”, αναφέρεται “στην εμπειρία που βιώνει το υποκείμενο, όταν βλέπει έναν ή περισσότερους από τους ομοίους του να συμμετέχουν στην οικιακή σχέση, ή για να το πούμε διαφορετικά, όταν γνωρίζει αδελφούς”. Ο Λακάν επίσης, παραθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από τις “Εξομολογήσεις” του Αγ. Αυγουστίνου σχετικά με την παιδική ζήλια. “Είδα με τα μάτια μου, λέει ο Αγ. Αυγουστίνος, και παρατήρησα καλά έναν μικρό, θύμα της ζήλιας. Δεν μιλούσε ακόμα και δεν κατάφερνε παρά να ωχριά μπροστά στο πικρό θέαμα του μικρού αδελφού”
Η ζήλια, επομένως, είναι συναίσθημα φυσιολογικό στις αδελφικές σχέσεις, γιατί πρέπει να μοιραστούν, ενώ δε θέλουν την αγκαλιά της μητέρας. Το μοίρασμα, αυτό που είναι απειλητικό και ανεπιθύμητο, θα γίνει αυτό που ενώνει τα αδέλφια. Εφόσον κανένα από τα αδέλφια δεν μπορεί να έχει αποκλειστικά τη μητέρα, νιώθουν ότι έχουν κάτι κοινό. Ταυτίζονται το ένα με το άλλο και έτσι, εκτός από ζήλια αρχίζουν να νιώθουν αγάπη το ένα για το άλλο. Αντιλαμβάνονται ότι μοιάζουν σε κάτι, στο ότι μοιράζονται τη γονεϊκή αγάπη και προσοχή. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, το οποίο δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε χρονικά, αλλά εξαρτάται από το βίωμα του καθενός, δημιουργείται μια συμμαχία μεταξύ των αδελφών.
Οι αδελφικές σχέσεις χαρακτηρίζονται τις περισσότερες φορές από έντονα και αντικρουόμενα συναισθήματα: αγάπης και μίσους, αφοσίωσης και αντιζηλίας. Οι καβγάδες και οι διαφωνίες παρατηρούνται συχνά, η επιθετικότητα και η ανταγωνιστικότητα εκδηλώνονται σε πολλές δραστηριότητές τους. Η έκφραση των δύσκολων αυτών συναισθηματικών καταστάσεων αποτελεί όμως και έναν σημαντικό τρόπο αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Μέσα από τους τσακωμούς, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, τα αδέρφια επικοινωνούν συναισθηματικά αλλά και σωματικά. Παράλληλα, μαθαίνουν να διαχειρίζονται την ψυχική τους ένταση. Να διαπραγματεύονται τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις τους, να συνυπάρχουν με τους άλλους με όλες τις πιθανές ματαιώσεις που επακολουθούν. Οι τσακωμοί με τα αδέρφια αποτελούν πράγματι ένα πολύτιμο «σχολείο». Ένα πεδίο κοινωνικής μάθησης και τριβής δεξιοτήτων που θα αποβούν απαραίτητες σε όλα τα μετέπειτα στάδια της ζωής τους.
Ο αδελφός (ή η αδελφή) εκτός από παρείσακτος είναι και όμοιος, εκτός από ανταγωνιστής, είναι και φίλος, σύντροφος στο παιχνίδι. Εκείνος που προηγείται ή που έπεται μας προσφέρει μια γνώση για τον κόσμο και τις σχέσεις. Το συναίσθημα της ζήλιας, το οποίο είναι φορτισμένο αρνητικά, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη γένεση της γνώσης μας για τον κόσμο. Θα μπορούσε ο αδελφός μας, λέει ο Πονταλίς, να είναι ένα αντιγραφό μας. Ένας άλλος που μας μοιάζει πάρα πολύ, σαν ένας παραμορφωτικός καθρέφτης στον οποίο αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας; «Δεν είμαι εγώ! Και όμως, αν ήμουν εγώ;» Μέσα από αυτό το παιχνίδι εναλλαγής ρόλων μαθαίνουμε πράγματα για τον εαυτό μας, για τους άλλους και για τις σχέσεις μας.
Η σειρά γέννησης μας και οι σχέσεις μας, όπως διαμορφώνονται μέσα στην οικογένεια, όχι μόνο με τους γονείς αλλά και με τα αδέλφια, είναι παράγοντες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της προσωπικότητας μας. Κάθε ένας από μας, σαν παιδί με αδέλφια, έχει αισθανθεί την ανάγκη να είναι μοναδικός στα μάτια των γονιών, δηλαδή ξεχωριστός. Ο Φρόυντ αναφέρει, μάλιστα, ότι αν κάποιος έχει υπάρξει ο αδιαμφισβήτητος αγαπημένος της μητέρας, κρατάει για τη ζωή του αυτό το αίσθημα της κατάκτησης, αυτή την αυτοπεποίθηση της επιτυχίας, η οποία συχνά επιφέρει πράγματι την επιτυχία.
Θα λέγαμε ότι ιδανική κατάσταση δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει ιδανική μητέρα ή ιδανικός πατέρας, έτσι δύσκολα θα περιγράφαμε τις ιδανικές αδελφικές σχέσεις. Πρέπει να δεχτούμε ότι αποδοχή και ζήλια συνυπάρχουν και κάθε αδελφός είναι καταδικασμένος σ’αυτόν τον διπλό ρόλο ομοίου- αντιπάλου. Μέσα από τις διαφορές αναδεικνύεται η μοναδικότητα του καθενός και μέσα από την αντιπαλότητα μπορούμε να φτάνουμε στη συναδέλφωση.“Κάθε πρώτος ζηλεύει το δεύτερο, τον παρείσακτο. Ο δέυτερος ζηλεύει τον πρώτο που ήρθε στον κόσμο. Το μοναχοπαίδι υποφέρει που είναι το μοναδικό παιδί της μητέρας του. Σε μια πολύτεκνη οικογένεια δεν είναι εύκολο να βρεις τη θέση σου. Δεν υπάρχει λύση. Όμως υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο: να σου έχουν κλέψει την παιδική ηλικία”.
Συχνά μπορεί οι γονείς να μην επιτρέπουν την εκδήλωση εντάσεων στις αδελφικές σχέσεις και έτσι να «συμβάλλουν» στη μεγιστοποίησή τους. Στις περιπτώσεις αυτές διακατέχονται οι ίδιοι από απωθημένα συναισθήματα θυμού και επιθετικότητας και επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία στην εκδήλωση οποιασδήποτε μορφής επιθετικότητας μέσα στο σπίτι. Οι καβγάδες των παιδιών τούς υπενθυμίζουν εντάσεις που είχαν βιώσει οι ίδιοι στην πατρική τους οικογένεια. Τσακωμούς μεταξύ γονέων ή αδερφών που τους πλήγωναν και τους τραυμάτιζαν σε όλη την πορεία της ανάπτυξής τους. Έτσι δεν «αντέχουν» την αναβίωση τέτοιων εντάσεων μέσα στο σπίτι αλλά και το δικό τους θυμό όταν τέτοιες σκηνές διαδραματίζονται.
Στις περιπτώσεις αυτές τα παιδιά μπορεί να αρχίσουν να εκδηλώνουν κρυφά την επιθετικότητά τους. Οι γονείς όμως «δεν βλέπουν» τις εντάσεις μεταξύ των παιδιών που έχουν ξεπεράσει πια τα όρια. Τα θεωρούν όλα απλά παιδιάστικα πειράγματα που θα περάσουν, αθώες χειρονομίες, τίποτα κακό ή ανησυχητικό που θα καταλαγιάσει όταν με τον καιρό τα παιδιά ωριμάσουν. Ο χειρισμός αυτός βέβαια εντείνει περισσότερο τα πράγματα και καταλήγει σε εσωστρεφή στάση των παιδιών έναντι των αρνητικών τους συναισθημάτων αλλά και ενοχοποίηση. Παράλληλα, οδηγεί και σε μυστικούς και απαγορευτικούς τρόπους έκφρασης της επιθετικότητας εκ μέρους των παιδιών, απουσία πάντα των γονέων, συνθήκη που κατά κανόνα παραβιάζει σημαντικούς κανόνες ασφάλειας κατά τη διάρκεια των παιχνιδιών τους.
Η διάκριση που υποδεικνύει ο γονιός ασυνείδητα σε ένα παιδί αποτελεί έναν άλλο σημαντικό παράγοντα διακίνησης έντασης ανάμεσα στα αδέρφια. Τα παιδιά αγωνίζονται πάντα για κάτι εξαιρετικά πολύτιμο για τα ίδια: την αγάπη και την αφοσίωση των γονιών τους. Κάθε αφορμή που αμφισβητεί αυτή την πεποίθηση διακινεί έντονο άγχος, και αμφιθυμία την οποία απευθύνουν στον ευκολότερο «στόχο» τους. Τον αδερφό ή την αδερφή. Σε οικογένειες που λειτουργούν εξισορροπιστικά, κάθε παιδί ευνοείται και επιβραβεύεται για διαφορετικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Σε διαφορετικές στιγμές της ζωής του και για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, έτσι ώστε συνολικά κανένα παιδί να μην επισκιάζεται! Οι γονείς συχνά συνειδητοποιούν τη διατάραξη των ισορροπιών αυτών και προσπαθούν να δράσουν αντισταθμιστικά. Όταν δεν συμβαίνει αυτό, δυσλειτουργικοί ρόλοι αρχίζουν να διαμορφώνονται και το παιδί παγιδεύεται σε στερεότυπους και άκαμπτους ρόλους συμπεριφοράς τους οποίους νιώθει και ότι δεν μπορεί να αλλάξει: του «καλού» ή του «κακού», του «αγαπητού» ή «μη αγαπητού», του «εκνευριστικού» ή του «συμπαθή» κοκ. Η δυναμική αυτή διακινεί βέβαια περαιτέρω ένταση στις αδελφικές σχέσεις και οι συγκρούσεις μεγιστοποιούνται.
Τέλος, οι τσακωμοί στις αδελφικές σχέσεις αντανακλούν συχνά τα αισθήματα επιθετικότητας αλλά και τα προβλήματα που επικρατούν στο γονεϊκό ζευγάρι. Τα παιδιά παρατηρούν τη ζωή των γονιών τους αντιγράφουν και πολλές φορές εκφράζουν τα συναισθήματα που επικρατούν μεταξύ τους. Πολλές φορές στρέφονται στα αδέρφια για καταφύγιο, συντροφιά και συναισθηματική κάλυψη σε περίπτωση τέτοιων προβλημάτων. Όμως, μια μακρόχρονη σχέση αντιπαράθεσης μεταξύ των γονιών μπορεί να καταλήξει σε μια εξίσου βαθιά ριζωμένη σύγκρουση μεταξύ των αδερφών. Συχνά επίσης ένας γονιός στρέφεται προς υποστήριξη σε ένα από τα παιδιά, διχάζοντας περαιτέρω τη σχέση με τα αδέρφια του.
H ζήλια και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αδελφικές σχέσεις είναι φυσιολογικά και στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν σταματούν ποτέ να υπάρχουν. Τα προβλήματα ξεκινούν και οι γονείς πρέπει να ανησυχήσουν όταν οι εντάσεις δεν εξομαλύνονται και τα παιδιά δεν ηρεμούν εύκολα. Αν τα παιδιά αρχίζουν να φαίνονται εκδικητικά μεταξύ τους ώρες ή μέρες μετά τον τσακωμό που έγινε. Όταν αρχίζουν να εκδηλώνουν κρυφά την επιθετικότητά τους, όταν οι γονείς δεν είναι παρόντες, ή με άλλους έμμεσους τρόπους.
Όταν τα πειράγματα μεταξύ τους ξεπερνούν τα όρια, τα χτυπήματα στα παιχνίδια τους καταλήγουν σε επικίνδυνες βολές και οι προσβολές μεταξύ τους ντροπιάζουν ανεπιστρεπτί την αυτοεκτίμησή τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι γονείς χρειάζεται να παρέμβουν δυναμικά προς οριοθέτηση της κατάστασης, ιδιαίτερα όταν νιώθουν ότι παραβιάζονται σημαντικοί κανόνες ασφάλειας κατά τη διάρκεια των παιχνιδιών των παιδιών και, ιδιαίτερα, όταν τελικά νιώθουν ότι δεν μπορούν να τα αφήσουν μόνα τους να παίξουν με ασφάλεια.
Οι γονείς γενικότερα δεν πρέπει να παρεμβαίνουν μόνο όταν προκύπτουν τσακωμοί ανάμεσα στα αδέρφια γιατί έτσι εκείνα νιώθουν ότι μόνο με τους καβγάδες λαμβάνουν προσοχή και «επιβραβεύονται» για τις συγκρούσεις τους.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουν ότι οι ίδιοι ως άτομα αλλά και η σχέση με το σύντροφό τους αποτελούν πρότυπο συμπεριφοράς προς μίμηση. Δεν μπορούν να απαιτούν από τα παιδιά να διαχειρίζονται καλύτερα το θυμό τους όταν οι ίδιοι έχουν ξεσπάσματα ή, ακόμη περισσότερο, όταν υπάρχουν εντάσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στο ζευγάρι. Τα παιδιά μιμούνται τη σχέση του γονεϊκού ζευγαριού και τείνουν να πιστεύουν ότι «έτσι είναι οι φυσιολογικές σχέσεις…».
Οι γονείς μπορούν να μάθουν στα παιδιά να διεκδικούν αυτά που θέλουν με κατάλληλο τρόπο και να τους δείξουν πιο αποδεκτούς τρόπους έκφρασης του θυμού, της απογοήτευσης, της ζήλιας, της δυσαρέσκειας ή άλλων αρνητικών συναισθημάτων, ώστε να μην τα εκφράζουν μέσα από συγκρούσεις. Μπορούν να εξηγήσουν στα παιδιά ότι τα συναισθήματα, όσο αρνητικά κι αν είναι, δεν είναι κακά. Κακός και μη αποδεκτός μπορεί να είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο τα εξωτερικεύουν, δηλαδή η συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Κατά τη διάρκεια της έντασης οι γονείς είναι καλό να μην επεμβαίνουν αμέσως μόλις αρχίζει ο τσακωμός αλλά να περιμένουν λίγο μήπως τα παιδιά μπορέσουν να επιλύσουν μόνα τους τη διαφωνία τους. Αν όμως η ένταση παραταθεί και, κυρίως, όταν αρχίζουν να μιλούν άσχημα το ένα στο άλλο ή να χτυπούν το ένα το άλλο πρέπει να παρέμβουν για να δουν τι συμβαίνει και για να δώσουν στα παιδιά την ευκαιρία να εκφράσει το καθένα πιο ήρεμα την άποψή του. Είναι δύσκολο εκείνη τη στιγμή τα παιδιά να ακούσουν νέα πράγματα. Οι γονείς μπορούν να είναι αργότερα πιο διδακτικοί. Μπορούν όμως να δείξουν στα παιδιά εκείνη τη στιγμή πώς θα μπορούσε το καθένα να κάνει μια αμοιβαία υποχώρηση ή να πει κάτι με πιο ήρεμο τρόπο για να λυθεί η σύγκρουση. Ας θυμήσουν στα παιδιά τη συμφωνία που έχουν κάνει για τις συνέπειες ή την «τιμωρία» όταν συμβαίνουν τέτοιοι τσακωμοί, για παράδειγμα, ότι ο καθένας πάει στο δωμάτιό του, ή ότι δεν βλέπουν τηλεόραση. Είναι σημαντική η συνέπεια στην επιβολή των κανόνων που έχουν συμφωνηθεί.
Μαρία Παπουτσή
M.Sc. Ψυχολόγος-Παιδοψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής